Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ο ερχομός

См. также в других словарях:

  • ερχομός — ο (Μ ἐρχομὸς) [έρχομαι] 1. η άφιξη 2. (για τον Χριστό) η έλευση, η ενσάρκωση μσν. (για εχθρό) προέλαση, έφοδος …   Dictionary of Greek

  • ερχομός — ο η άφιξη, το φτάσιμο, η προσέλευση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσέλευση — η / προσέλευσις, εύσεως, ΝΜΑ 1. έλευση, άφιξη 2. ερχομός, προσέγγιση (α. «η προσέλευση τών επισήμων στη δοξολογία καθυστέρησε λόγω τής καταιγίδας» β. «η προσέλευση τών σκαφών συνεχίστηκε ολόκληρη τη νύχτα» γ. «τὸν καιρὸν τῆς προσελεύσεως... τῶν …   Dictionary of Greek

  • άφιξη — η (AM ἄφιξις, Α και ἄπιξις) [αφικνούμαι] ο ερχομός, το να φθάνει κάποιος σ ένα μέρος νεοελλ. η ώρα της άφιξης μεταφορικού μέσου αρχ. 1. επιστροφή 2. ικεσία …   Dictionary of Greek

  • έλα — (I) ἔλα (Α) «ἥλιος, αὐγή, καῡμα. Λάκωνες» (Ησύχ.). (II) (Μ ἔλα) 1. με προτρεπτική σημασία («έλα τώρα να δούμε τις λεπτομέρειες») 2. ως παρακελευσματικό μόριο («βασιλείς ελάτε, ελάτε και κτυπήσατε κι εδώ», Σολωμός) 3. με το που ως διηγηματικό… …   Dictionary of Greek

  • έλευση — η (ΑΜ ἔλευσις) 1. ερχομός, άφιξη 2. φρ. «ἡ ἔλευσις τοῡ Σωτῆρος τοῡ Κυρίου κ.λπ.» η ενσάρκωση τού Χριστού, η κάθοδός του στη γη 3. φρ. «ἡ δευτέρα ἔλευσις» η δευτέρα παρουσία …   Dictionary of Greek

  • έρχομα — ἔρχομα, τὸ (Μ) ο ερχομός …   Dictionary of Greek

  • έφοδος — (I) ἐφοδος, ον (Α) (εσφ. αν. τού εύέφοδος ευπρόσιτος, ευκολοπλησίαστος (α. «σταύρωμα ἔπηξαν καὶ ἔρυμά τε, ᾗ ἐφοδώτατον ἦν τοῑς πολεμίοις», Θουκ. β. «συνιδὼν ἔφοδον ὄντα τὸν λόφον», Πολύαιν.). (II) ἔφοδος, o (A) 1. αυτός που περιέρχεται και… …   Dictionary of Greek

  • ήξις — ἧξις, ἡ (Α) άφιξη, ερχομός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήκω. Άλλη ανάγνωση τού ίξις*] …   Dictionary of Greek

  • ίξις — ἵξις, εως, ιων. τ. ἴξις, ἡ (Α) [ίκω] 1. άφιξη, ερχομός 2. διάβαση, πέρασμα 3. διεύθυνση 4. κατακόρυφη γραμμή 5. φρ. «κατ ἴξιν» α) κατά τη διεύθυνση κάποιου, κατευθείαν προς κάτι β) στην ίδια γραμμή, στην ίδια διεύθυνση με κάτι …   Dictionary of Greek

  • ακαλωσόριστος — η, ο [καλωσόριστος] 1. αυτός που δεν τόν καλωσόρισαν, που δεν τού έκαναν καλή υποδοχή 2. που ο ερχομός του προκαλεί δυσφορία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»