-
1 приход
-а α.1. άφιξη, ερχομός, έλευση•-весны ο ερχομός της Ανοιξης•
приход войск άφιξη στρατευμάτων•
приход поезда άφιξη του τρένου•
-к власти η άνοδος (ερχομός) στην εξουσία.
2. (λογστ.) έσοδο, έμβασμα.3. ενορία, τοπική περιφέρεια ναού.4. παλ. βλ. казначейство. -
2 наступление
I наступление I с (приход) η έναρξη, το φτάσιμο, ο ερχομός· с \наступлением темноты με το σουρούπωμα, κατά το σούρουπο II наступление II с воен., спорт, η επίθεση' перейти в \наступление αρχίζω επίθεση* * *I с( приход) η έναρξη, το φτάσιμο, ο ερχομόςII с воен. спортс наступле́нием темноты́ — με το σουρούπωμα, κατά το σούρουπο
η επίθεσηперейти́ в наступле́ние — αρχίζω επίθεση
-
3 приход
-
4 приход
приходм1. (действие) ἡ ἄφιξη [-ις], ὁ ἐρχομός, ἡ ἔλευση [-ις]:\приход поезда ἡ ἀφιξη τοῦ τραίνου· \приход к власти ὁ ἐρχομός στήν ἐξουσία[ν]·2. бухг. ἡ πρόσοδος, τό ἐσο-δο[ν]·3. (церковный) ἡ ἐνορία· ◊ каков поп, тако́в и \приход погов. κατά τόν Μασ-τρογιάννη καί τά κοπέλια του. -
5 наступление
(начало) η έναρξη - генерации лазера - λειτουργίας του λέιζερРусско-греческий словарь научных и технических терминов > наступление
-
6 прибытие
η άφιξ/η, το φτάσιμο, ο ερχομόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > прибытие
-
7 власть
власт||ьж1. ἡ ἀρχή, ἡ ἐξουσία:государственная \власть ἡ κρατική ἐξουσία· Советская \власть ἡ Σοβιετική ἐξουσία· приход к \властьи ὁ ἐρχομός (или ἡ ἄνοδος) στήν ἐξουσία· быть (находиться, стоить) у \властьи ἄρχω, κατέχω τήν ἐξουσία (или τήν ἀρχή)· иметь \власть над кем-л. ἔχω ἐπιρροή, ἐξουσιάζω κάποιον2. \властьи мн. (лица, облеченные властью) οἱ ἀρχές:местные (военные) \властьи οἱ τοπικές (οι στρατιωτικές) ἀρχές· ◊ под \властьью кого-л., чего-л. κάτω ἀπό τήν ἐπίδραση, κάτω ἀπό τήν ἐξουσία (или τήν κυριαρχία) κάποιου· собственной \властьью μέ δική μου πρωτοβουλία· это не в моей \властьи αὐτό δέν εἶναι στό χέρι μου, δέν ἐξαρτάται ἀπό μένα· быть во \властьи сомнений μέ κυριεύουν οἱ ἀμφιβολίες· потерять \власть над собой χάνω τήν αὐτοκυριαρχία μου. -
8 наступление
наступление Iс ἡ ἐπίθεση [-ις]:перейти́ в \наступление περνῶ σ'έπίθεση· вести́ \наступление ἐνεργῶ ἐπίθεση.наступление IIс (времени, событий) ὁ ἐρχομός, ἡ ἀρχή:с \наступлением ночи οταν βραδιάσει, μέ τό σούρουπο· с \наступлением зимы μέ τόν ἐρχομό τοῦ χειμώνα. -
9 неожиданность
неожи́данн||остьж τό ἀναπάντεχο, τό ξαφνικό / τό ἀπροσδόκη-το[ν], τό ἀπρόοπτο[ν] (чего-л.):\неожиданностьость его́ прихода смутила меня ὁ ἀπροσδόκητος ἐρχομός του μέ σάστισε· это для меня полная \неожиданностьость αὐτό εἶναι γιά μένα ἐντελως ἀναπάντεχο, αὐτό δέν τό περίμενα ποτέ· возможны всякие \неожиданностьости μπορούν νά συμβούν διάφορα ἀπρόοπτα. -
10 прибытие
прибытиес ἡ ἄφιξη, ὁ ἐρχομός / ὁ κατάπλους (парохода):по \прибытиетии μόλις φθάσει, ἄμα τῆ ἀφίξει. -
11 приезд
приез||дм ἡ ἄφιξη [-ις], ὁ ἐρχομός:с \приезддом! καλώς ὁρίσατε!. -
12 прилет
прилетм:\прилет птиц ὁ ἐρχομός τῶν πουλιών. -
13 приход
[πριχότ] ουσ. α. ερχομός, άφιξη, (εκκλ.) ενορία -
14 приход
[πριχότ] ουσ α ερχομός, άφιξη, (εκκλ.) ενορία -
15 высыпка
-и θ.1. (για στερεά) άδειασμα, εκκένωση, έκχυση. || διασκόρπιση, διασπορά.2. (κυνηγ.) ερχομός πολλών θηραμάτων. -
16 поступление
-я ουδ.1. είσοδος•, μπάσιμο• πιάσιμο εργασίας, υπηρεσίας.2. φτάσιμο άφιξη, ερχομός, έλευση.3. то αφιχθέν ποσό. -
17 прибытие
-я ουδ.άφιξη, φτάσιμο, ερχομός• έλευση•прибытие поезда άφιξη του τρένου•
парохода κατάπλους του ατμόπλοιου•
прибытие делегации άφιξη αντιπροσωπείας•
перед -ем πριν την άφιξη•
после -я μετά την άφιξη•
по -ю κατά την άφιξη.
-
18 приезд
-а α.άφιξη, ερχομός• έλευση. || διαμονή. -
19 прилёт
-а α. (για πτηνά)• επιστροφή, γύρισμα, ερχομός. -
20 пришествие
-я ουδ. (γραπ. λόγος)1 άφιξη, ερχομός, προσέλευση• παρουσία.εκφρ.второе пришествие – (κυρλξ. κ. μτφ.) η δεύτερη παρουσία.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ερχομός — ο (Μ ἐρχομὸς) [έρχομαι] 1. η άφιξη 2. (για τον Χριστό) η έλευση, η ενσάρκωση μσν. (για εχθρό) προέλαση, έφοδος … Dictionary of Greek
ερχομός — ο η άφιξη, το φτάσιμο, η προσέλευση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσέλευση — η / προσέλευσις, εύσεως, ΝΜΑ 1. έλευση, άφιξη 2. ερχομός, προσέγγιση (α. «η προσέλευση τών επισήμων στη δοξολογία καθυστέρησε λόγω τής καταιγίδας» β. «η προσέλευση τών σκαφών συνεχίστηκε ολόκληρη τη νύχτα» γ. «τὸν καιρὸν τῆς προσελεύσεως... τῶν … Dictionary of Greek
άφιξη — η (AM ἄφιξις, Α και ἄπιξις) [αφικνούμαι] ο ερχομός, το να φθάνει κάποιος σ ένα μέρος νεοελλ. η ώρα της άφιξης μεταφορικού μέσου αρχ. 1. επιστροφή 2. ικεσία … Dictionary of Greek
έλα — (I) ἔλα (Α) «ἥλιος, αὐγή, καῡμα. Λάκωνες» (Ησύχ.). (II) (Μ ἔλα) 1. με προτρεπτική σημασία («έλα τώρα να δούμε τις λεπτομέρειες») 2. ως παρακελευσματικό μόριο («βασιλείς ελάτε, ελάτε και κτυπήσατε κι εδώ», Σολωμός) 3. με το που ως διηγηματικό… … Dictionary of Greek
έλευση — η (ΑΜ ἔλευσις) 1. ερχομός, άφιξη 2. φρ. «ἡ ἔλευσις τοῡ Σωτῆρος τοῡ Κυρίου κ.λπ.» η ενσάρκωση τού Χριστού, η κάθοδός του στη γη 3. φρ. «ἡ δευτέρα ἔλευσις» η δευτέρα παρουσία … Dictionary of Greek
έρχομα — ἔρχομα, τὸ (Μ) ο ερχομός … Dictionary of Greek
έφοδος — (I) ἐφοδος, ον (Α) (εσφ. αν. τού εύέφοδος ευπρόσιτος, ευκολοπλησίαστος (α. «σταύρωμα ἔπηξαν καὶ ἔρυμά τε, ᾗ ἐφοδώτατον ἦν τοῑς πολεμίοις», Θουκ. β. «συνιδὼν ἔφοδον ὄντα τὸν λόφον», Πολύαιν.). (II) ἔφοδος, o (A) 1. αυτός που περιέρχεται και… … Dictionary of Greek
ήξις — ἧξις, ἡ (Α) άφιξη, ερχομός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήκω. Άλλη ανάγνωση τού ίξις*] … Dictionary of Greek
ίξις — ἵξις, εως, ιων. τ. ἴξις, ἡ (Α) [ίκω] 1. άφιξη, ερχομός 2. διάβαση, πέρασμα 3. διεύθυνση 4. κατακόρυφη γραμμή 5. φρ. «κατ ἴξιν» α) κατά τη διεύθυνση κάποιου, κατευθείαν προς κάτι β) στην ίδια γραμμή, στην ίδια διεύθυνση με κάτι … Dictionary of Greek
ακαλωσόριστος — η, ο [καλωσόριστος] 1. αυτός που δεν τόν καλωσόρισαν, που δεν τού έκαναν καλή υποδοχή 2. που ο ερχομός του προκαλεί δυσφορία … Dictionary of Greek